- αμβλύωπας
- ο(ιατρ.), αυτός που παρουσιάζει εξασθένηση της όρασης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμβλύωπας — ο, η αυτός που πάσχει από αμβλυωπία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀμβλὺς + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός», πρβλ. αγγλ. amblyope] … Dictionary of Greek
αμβλυώττω — ἀμβλυώττω και ώσσω (Α) 1. έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι αμβλύωπας 2. θαμπώνομαι, σαστίζω 3. (το ουδ. τής μτχ. τού ενεστ. ως ουσ.) τό ἀμβλυώττον ο αμβλυωγμός* 4. φρ. «ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς», θαμπώνομαι, τυφλώνομαι από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… … Dictionary of Greek
αμβλύωψ — ( ωπος), ο, η βλ. αμβλύωπας … Dictionary of Greek